τεμπεσίρι

τεμπεσίρι
και τιμπεσίρι και ντεμπεσίρι, το, Ν
1. η κιμωλία
2. φρ. «δεν έχει τεμπεσίρι» — δεν δίνεται πίστωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tebeşir].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεμπεσίρι, το — και τιμπεσίρι,το (λ. τουρκ.), κιμωλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντεμπεσίρι — το βλ. τεμπεσίρι …   Dictionary of Greek

  • τιμπεσίρι — το, Ν βλ. τεμπεσίρι …   Dictionary of Greek

  • tibişir — TIBIŞÍR, tibişire, s.n. (înv. şi reg.) Cretă (pentru scris pe tablă). – Din tc. tebeşir. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  TIBIŞÍR s. v. cretă. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  tibişír s …   Dicționar Român

  • κιμωλία — η τεμπεσίρι: Στον πίνακα γράφουμε με κιμωλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”